- σοφόνοος
- σοφόνοος, ον, [var] contr. [suff] σοφίς-νους, ουν,A wise-minded, Luc.Rh.Pr.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
σοφόνους — ουν, και ασυναίρ. τ. σοφόνοος, οον, Α νουνεχής, συνετός, μυαλωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + νους (< νοῦς), πρβλ. κρυφό νους] … Dictionary of Greek